- γλυκαντζούρα
- ηη υπερβολική γλυκύτητα (κυριολ. και μτφ.): Όλο νάζια και γλυκαντζούρες είσαι!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.